- μεθύσκω
- (ΑM μεθύσκω)1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάληβ) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική απόλαυση, τόν μεθώμσν.(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεμεθυσμένος, -η, -ονθρασύς, αναιδής, αναίσχυντος, προσβλητικός, υβριστικόςαρχ.1. παρέχω σε κάποιον ποτό2. βρέχω, ραντίζω, υγραίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + θαμιστική κατάλ. -σκω (πρβλ. γηρά-σκω, ηβά-σκω].
Dictionary of Greek. 2013.